νοικοκυροσύνη

νοικοκυροσύνη
η [νοικοκύρης]
ιδιότητα που χαρακτηρίζει τον νοικοκύρη, τη νοικοκυρά, δηλαδή ευπρέπεια, τάξη, επιμέλεια, σύνεση και σοβαρότητα στη διαχείριση τών υποθέσεων τού οίκου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νοικοκυροσύνη — η τάξη, σύνεση, φροντίδα, επιμέλεια: Η νοικοκυροσύνη της είναι άφταστη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -σύνη — παραγωγική κατάλ. αφηρημένων ουσ. όλων τών περιόδων τής ελλην. γλώσσας. Κατά την επικρατέστερη άποψη, ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα μιας ΙΕ ρίζας στην οποία ανάγονται επίσης τα: αρχ. ινδ. tvanam, αβεστ. θwanәm. Αρχικά, τα θηλ. ον. σε σύνη… …   Dictionary of Greek

  • ευθημοσύνη — εὐθημοσύνη, ή (ΑΜ) [ευθήμων] η έξη, η κλίση για τάξη, για νοικοκυροσύνη («εὐθημοσύνη γὰρ ἀρίστη θνητοῑς ἀνθρώποις, κακοθημοσύνη δὲ κακίστη», Ησίοδ.) αρχ. (για τη φύση) η καλή διάταξη, η αρμονία …   Dictionary of Greek

  • οικοκυροσύνη — η [οικοκύρης] η νοικοκυροσύνη …   Dictionary of Greek

  • οικωφελία — οἰκωφελία και οἰκωφέλεια, επικ. τ. οἰκωφελίη, ἡ (Α) [οικωφελής] οικονομία στο σπίτι, νοικοκυροσύνη («δῶρον... γύναιξιν, νόος οἰκωφελίας αἶσιν ἐπάβολος», Θεόκρ.) …   Dictionary of Greek

  • χαΐρι — το, Ν 1. προκοπή, ευδοκίμηση («δεν θα κάνει χαΐρι αυτό το παιδί») 2. νοικοκυροσύνη 3. φρ. «χαΐρι και προκοπή να μη δεις» (ως κατάρα) να δυστυχήσεις στη ζωή σου 4. παροιμ. «στραβά πας, κάβουρα, μα δες και το χαΐρι σου» δηλώνει ότι οι στρεψόδικοι… …   Dictionary of Greek

  • τάξη — η 1. τοποθέτηση, κατάταξη με ορισμένο τρόπο ή σειρά, κανονική σειρά: Χρονολογική τάξη. 2. ταχτοποίηση, συγύρισμα, νοικοκυροσύνη: Στο σπίτι της έχει μεγάλη τάξη. 3. η τήρηση των νόμων και των κανόνων και η ομαλή κατάσταση που προκύπτει απ’ αυτή:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”